Παρ’όλα αυτά τα ποσοστά εμφάνισης του καρκίνου του παχέος εντέρου και ορθού σε όλη την Ευρώπη σε ενήλικες ηλικίας 20 έως 39 ετών αυξήθηκαν κατά 6% κάθε χρόνο μεταξύ 2008 και 2016, σύμφωνα με νέα έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Gut και περιλάμβανε στοιχεία από 187.918 ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου και ορθού, ηλικίας από 20 εώς 49 ετών. Η μελέτη αυτή χρησιμοποίησε τα δεδομένα από 20 ευρωπαϊκά εθνικά μητρώα καρκίνου για την ανάλυση των τάσεων στα ποσοστά επίπτωσης των νέων ενηλίκων με καρκίνο του παχέος εντέρου και ορθού σε όλη την Ευρώπη τα τελευταία 25 χρόνια. Πιο συγκεκριμένα για τις ηλικίες 20 εώς 39 ετών, για τον καρκίνο του παχέος εντέρου τα ποσοστά εμφάνισης αυξήθηκαν κατά 7,4% ετησίως μεταξύ 2008-2016, ενώ για τον καρκίνο του ορθού τα ποσοστά εμφάνισης αυξήθηκαν κατά 1,8% ετησίως για το διάστημα 1990-2016. Σε ενήλικες ηλικίας 40 έως 49 ετών, τα συνολικά ποσοστά εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου και ορθού αυξήθηκαν κατά 1,4% κάθε χρόνο από το 2005 μέχρι το 2016.
Τα ευρύματα αυτής της μελέτης συμβαδίζουν με τα ευρύματα δημοσιευμένων μελετών που πραγματοποιήθηκαν στον πληθυσμό της Βόρειας Αμερικής, Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας τα τελευταία χρόνια, καθώς και μίας πρόσφατα δημοσιευμένης μελέτης στο τεύχος Απριλίου του British Journal of Surgery. Η τελευταία αυτή μελέτη βασίστηκε σε στοιχεία που εξήχθησαν από τη βάση δεδομένων της Εθνικής Υπηρεσίας Καταγραφής και Ανάλυσης Δεδομένων της Μεγάλης Βρετανίας και περιλάμβανε 56.134 νέες περιπτώσεις ασθενών με καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού. Η πιο σταθερή αύξηση συχνότητας εμφάνισης ήταν στην ομάδα ηλικίας 20-29 ετών, η οποία οφειλόταν κυρίως στην αύξηση των περιφερικών όγκων, δηλαδή όγκων στην αριστερή πλευρά του παχέος εντέρου και του ορθού.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από διάφορες μελέτες είναι ότι ο καρκίνος του παχέος εντέρου και ορθού για νέους ασθενείς είναι πιο επιθετικός και πιθανότερο να διαγνωστεί σε προχωρημένο στάδιο από ότι σε ηλικιωμένους πληθυσμούς. Αυτή η αρχή υποστηρίχθηκε και από τα ευρύματα μιας άλλης μελέτης, δημοσιευμένης και αυτής στο τεύχος Απριλίου του British Journal of Surgery, αναλύοντας τα δεδομένα 797 ασθενών με καρκίνο του ορθού. Η μελέτη αυτή κατέδειξε ότι οι ασθενείς μικρότεροι των 50 ετών σε σύγκριση με ασθενείς μεγαλύτερους των 50 ετών:
- είχαν υψηλότερο ποσοστό συνδρόμου Lynch (μία γενετικά κληρονομούμενη κατάσταση, η οποία οφείλεται σε μετάλλαξη του γονιδίου MMR [mismatch repair] και προδιαθέτει το φορέα του σε αυξημένο ρίσκο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου και ορθού)
- διαγνώστηκαν σε μεγαλύτερο ποσοστό σε προχωρημένο στάδιο (αν και αυτό το εύρημα δεν ήταν στατιστικά σημαντικό)
- υποβλήθηκαν σε μεγαλύτερο ποσοστό σε νεο-επικουρική χημειοακτινοθεραπεία, εγχείρηση πυελικής εξεντέρωσης και μετεγχειρητική χημειοθεραπεία.
Παρ’όλα αυτά η 5-ετής επιβίωση ελεύθερης νόσου ήταν η ίδια ανάμεσα στις 2 ομάδες.
Τα ευρύματα αυτών των 3 μελετών, σε συνδυασμό με προγενέστερες μελέτες, καταδεικνύουν ότι ο καρκίνος του παχέος εντέρου και ορθού δεν πρέπει πλέον να θεωρείται ασθένεια ηλικιωμένων. Αυτή η παραδοχή θέτει και καινούργιες προτεραιότητες:
Πρώτον, ο ρόλος των περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως η διατροφή, η παχυσαρκία, η σωματική άσκηση και το μικροβίωμα του εντέρου, στην ανάπτυξη του καρκίνου του παχέος εντέρου σε νέες ηλικίες δεν είναι πλήρως κατανοητός και θα πρέπει να αποτελέσει μελλοντικό ερευνητικό στόχο.
Δεύτερον, εκτός από το ερευνητικό σκέλος, η αλλαγή της επιδημιολογίας του καρκίνου του παχέος εντέρου και ορθού θα πρέπει επίσης να οδηγήσει σε αυξημένη ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση των νέων, οι οποίοι πρέπει να γνωρίζουν τα συμπτώματα με τα οποία παρουσιάζεται ο καρκίνος του παχέος εντέρου και ορθού. Έτσι μπορεί να επιτευχθεί η έγκαιρη διάγνωση και εντοπισμός αυτών των καρκίνων σε πρώιμο και θεραπευτικό στάδιο, κάτι που εξασφαλίζει και βέλτιστα αποτελέσματα.
Τέλος, μια πιθανή αλλαγή στρατηγικών πρόληψης, όπως συνέβη με την Αμερικάνικη Εταιρία Καταπολέμησης του Καρκίνου – η οποία χαμήλωσε την ηλικία διαλογής για τον έλεγχο του καρκίνου του παχέος εντέρου και ορθού από τα 50 στα 45 έτη - θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στους πόρους στο τρέχον οικονομικό κλίμα. Μία εναλακτική στρατηγική θα μπορούσε να βασίζεται στην αξιολόγηση του ρίσκου των νεότερων συμπτωματικών ασθενών, οι οποίοι θα χρήζουν περαιτέρω διερεύνηση χρησιμοποιώντας εξετάσεις όπως π.χ. ποσοτικά ανοσοϊστοχημικά τεστ κοπράνων.