Ο σκοπός της μελέτης ήταν να καταγράψει, σε άτομα ηλικίας 18 ετών και άνω, τη συχνότητα του καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού και της θνητότητας από αυτόν τον καρκίνο μετά από την αφαίρεση πολυπόδων (πολυπεκτομή) του παχέος εντέρου και ορθού διαφόρων ιστολογικών τύπων σε σχέση με μία ομάδα ελέγχου από τον γενικό πληθυσμό. Οι διάφοροι τύποι πολυπόδων του παχέος εντέρου και ορθού κατηγοριοποίηθηκαν ως εξής: α) υπερπλαστικοί, β) οδοντωτοί, γ) σωληνώδη αδενώματα, δ) σωληνολαχνωτά αδενώματα και ε) λαχνωτά αδενώματα.
Η περίοδος συλλογής των στοιχείων της μελέτης κάλυπτε μία περίοδο 24 ετών και έγινε με τη βοήθεια του Σουηδικού Εθνικού Μητρώου Καταγραφής Καρκίνου και Μητρώου Ασθενών και η μέση περίοδος παρακολούθησης των ατόμων ήταν 6,6 χρόνια. Η σύγκριση έγινε ανάμεσα σε 78.377 ασθενείς με πολύποδες του παχέος εντέρου και ορθού, οι οποίοι και υποβλήθηκαν σε πολυπεκτομή και 864.831 άτομα από τον γενικό πληθυσμό με παρόμοια επιδημιολογικά χαρακτηριστικά (ομάδα ελέγχου). Η μέση ηλικία των ατόμων που υποβλήθηκαν σε πολυπεκτομή - γιά τους διάφορους τύπους πολυπόδων - ήταν από 58,6 ως 68,9 έτη, ενώ η μέση ηλικία της ομάδας ελέγχου ήταν 63 έτη. Πρέπει να τονιστεί ότι η συλλογή των στοιχείων έγινε κυρίως σε μια περίοδο κατά την οποία δεν είχε εισαχθεί εθνικό πρόγραμμα πρόληψης (screening naive) και έτσι αντανακλά με περισσότερη ακρίβεια τη φυσική ιστορία και πορεία (natural history) των ασθενών μετά από αφαίρεση διαφόρων τύπων πολυπόδων. Γι’αυτό και η μέση ηλικία των ατόμων που υποβλήθηκαν σε πολυπεκτομή είναι σημαντικά μεγαλύτερη από τα 50 έτη, ηλικία κατά την οποία ξεκινάει η συμμετοχή ατόμων σε πρόγραμμα πρόληψης για τον καρκίνο του παχέος εντέρου και ορθού. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι τα άτομα αυτά υποβλήθηκαν σε ενδοσκοπικό έλεγχο (κολονοσκόπηση) για τη διερύνηση συμπτωμάτων με συνέπεια να υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα ανεύρεσης ευρυμάτων, όπως πολύποδες.
Τα άτομα που υποβλήθηκαν σε πολυπεκτομή είχαν μεγαλύτερο ρίσκο ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού σε σχέση με τα άτομα της ομάδας ελέγχου. Αυτό το ρίσκο κυμαινόταν από περίπου 2 ½ φορές μεγαλύτερο για τα σωληνολαχνωτά αδενώματα και εως σχεδόν 4-πλάσιο για τα λαχνωτά αδενώματα - σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Αναφορικά με την παρουσία πολυπόδων στη δεξιά πλευρά του παχέος εντέρου, παρατηρήθηκε μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου παχέος εντέρου σε άτομα που υποβλήθηκαν σε πολυπεκτομή οδοντωτών πολυπόδων σε σχέση με άτομα τα οποία υποβλήθηκαν σε πολυπεκτομή σωληνωδών, σωληνολαχνωτών και λαχνωτών αδενωμάτων.
Αναφορικά με την καταγραφή θανάτων οφειλόμενων σε καρκίνο του παχέος εντέρου και ορθού βρέθηκε ότι υπήρχε άμεση συσχέτιση με τους οδοντωτούς πολύποδες, τα σωληνολαχνωτά και κυρίως (πολύ ισχυρή συσχέτιση) τα λαχνωτά αδενώματα. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τους οδοντωτούς πολύποδες διότι τα μοριακά χαρακτηριστικά τους, όπως η μετάλλαξη του γονιδίου BRAF, προδιαθέτουν σε γρήγορη εξέλιξη σε καρκίνο και συνεισφέρουν δυσανάλογα στην εμφάνιση καρκίνων του παχέος εντέρου και ιδιαίτερα στη δεξιά πλευρά του παχέος εντέρου.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τόσο οι οδοντωτοί πολύποδες όσο και τα σωληνολαχνωτά και λαχνωτά αδενώματα - που αποτελούν προχωρημένες ιστολογικά μορφές πολυπόδων - συνοδεύονται από αυξημένη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου, θνητότητας από καρκίνο καθώς και μειωμένου διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ της διάγνωσης του πολύποδα και εμφάνισης του καρκίνου του παχέος εντέρου και ορθού. Ως εκ τούτου τα άτομα με αυτούς τους τύπους πολυπόδων ίσως θα πρέπει να υποβάλονται σε πιο εντατική και συχνή παρακολούθηση με κολονοσκόπηση.